Ευάγγελος Αυδίκος
Ακουσα σε περιφερειακό διαδικτυακό τόπο συνέντευξη συγγραφέα για τη λεξιπενία των νέων. Επισήμανση και ταυτόχρονα ανησυχία για τους νέους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, που ξοδεύουν πολλές ώρες στις οθόνες ηλεκτρονικών μέσων. Ανησυχία, αλλά και βεβαιότητα για την πνευματικά άνυδρη νεολαία που αδιαφορεί για τα όσα συμβαίνουν γύρω της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Που οι μεγαλύτεροι βλέπουν τον κόσμο των νέων μέσα από τον μικρόκοσμό τους. Που διαγράφουν τις παλαιότερες προσωπικές τους εμπειρίες στηλιτεύοντας τους νέους συλλήβδην ως αδιάφορους και οκνηρούς πνευματικά.
Είναι όμως αυτή η εικόνα των νέων στην Ελλάδα; Η γενίκευση οδηγεί σε πλάνη. Δεν διευκολύνει την κατανόηση των καινούργιων συμπεριφορών και διαφόρων κωδίκων (ενδυματολογικών, μουσικών, επικοινωνιακών). Οι μεγαλύτεροι νιώθουν πάντα αμήχανα μπροστά στη νεανική ρώμη, σωματική και πνευματική, η οποία συμπαρασύρει στερεότυπα και κοινωνικές σχέσεις. Η αντίθεση των νέων στους μεγαλύτερους δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Οι ψυχολόγοι και οι ψυχαναλυτές έχουν αναλύσει αυτή τη διαρκή πάλη, που εκφράζεται με την ανάγκη για τον συμβολικό θάνατο των γονιών τους μέσω της άρθρωσης αυτόνομου λόγου. Στη Σπάρτη ο όρκος «άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες», που έδιναν οι έφηβοι όταν ενηλικιώνονταν κι έπαιρναν τα όπλα, αντικατοπτρίζει την αιώνια κινητήρια δύναμη της φιλοδοξίας που ηλεκτροδοτεί τη βελτίωση με υπέρβαση του παρελθόντος. Αλλες φορές, αυτή η διάθεση αποκτά παιγνιώδη χαρακτήρα, όπως διατυπώνεται στη γνωστή παροιμία «η αλεπού εκατό χρονώ και τ’ αλεπόπουλο εκατόν δέκα». Το αλεπόπουλο αποδεικνύεται «αναιδές» -αν μέτρο μας είναι ο κομφορμισμός και ο τυπικός σεβασμός του νέου, δηλαδή η μη αμφισβήτηση της άποψης του γονέα κι αν ακόμη διαφωνεί.
Η φιλοδοξία και ο έμμεσος αντιρρητικός λόγος γίνεται πιο οξύς και απειλητικός για τους μεγαλύτερους, ιδίως στη μεταπολιτευτική περίοδο. Η τεχνολογία και η εκπαίδευση αλλά και οι νέες κοινωνικές συνθήκες απελευθέρωσαν την ενημέρωση αλλά και αναδιέταξαν τις, θρυμματισμένες πολλές φορές, σχέσεις μέσα στην οικογένεια ή την κοινωνία.
Είναι όμως απογοητευτική η εικόνα των νέων σήμερα; Πρώτα απ’ όλα η διατύπωση του ερωτήματος είναι γενική και ταυτόχρονα εστιάζει σε μια ηλικιακή ομάδα αφήνοντας στο απυρόβλητο τους μεγαλύτερους. Αναδεικνύει τους νέους σε μια ενιαία κοινωνική κατηγορία. Δεν λαμβάνει υπόψη της ότι δεν είναι όλοι οι νέοι ίδιοι. Υπάρχουν οι άνεργοι και οι κακοπληρωμένοι κι ανασφάλιστοι, που μαθαίνουν πολύ νωρίς ότι η συλλογικότητα είναι πολυτέλεια αν θέλεις να επιζήσεις. Κι αυτό το περιβάλλον είναι δημιούργημα όσων οδήγησαν τη χώρα σε κοινωνικές και οικονομικές βραχονησίδες. Είναι οι νέοι που δεν μπορούν να δημιουργήσουν οικογένεια δική τους. Που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τη σύνταξη ή τον μισθό των γονέων -αν έχουν δουλειά. Υπάρχουν όμως και οι νέοι που, εκτός από την οικονομική άνεση, διαθέτουν ως προίκα και το κοινωνικό κεφάλαιο των γονιών τους και των «καλών» ιδιωτικών σχολείων. Τις γνωριμίες, τα δίκτυα των κοινωνικών σχέσεων που ανοίγουν πόρτες.
Παρ’ όλα αυτά, οι νέοι είναι παρόντες. Οχι με τους δικούς μας όρους. Με τους δικούς τους. Εχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός σπουδαίων νέων δημιουργών σ’ όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους. Στον κινηματογράφο βραβεύονται σε διεθνή φεστιβάλ. Στη λογοτεχνία καταθέτουν αξιομνημόνευτες λογοτεχνικές προτάσεις, στις οποίες χαίρεσαι τη δροσιά της σκέψης αλλά και του γλωσσικού τους οργάνου. Στην ποίηση η συνομιλία με τις λέξεις σαγηνεύει τους νέους δημιουργούς. Οι ερασιτεχνικές ομάδες έχουν πολλαπλασιαστεί χάρη στο ενδιαφέρον και την ανάγκη των νέων να εκφραστούν. Οσον αφορά τη λεξιπενία και την αδιαφορία για την ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν είναι τωρινό φαινόμενο, παρά την προσωρινή αύξηση εκδόσεων και πωλήσεων στην προμνημονιακή περίοδο. Πρωτίστως, δεν διαβάζουν οι μεγαλύτεροι. Δυστυχώς, το βιβλίο δεν θεωρήθηκε, στις τελευταίες δεκαετίες, συμβατό με την αισθητική που επικράτησε στα νεοελληνικά σαλόνια.
Η συζήτηση για τους αδιάφορους νέους επαναλαμβάνεται σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους. Το ίδιο συνέβη και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και στη διάρκεια της δικτατορίας. Οσο κι αν όμως οι τότε δικτατορίες (Μεταξά και 1967) προσπάθησαν να τους παθητικοποιήσουν, ήρθε ο καιρός που βρήκαν τον δικό τους δρόμο. Η Εθνική Αντίσταση και το Πολυτεχνείο δεν θα είχαν εκδηλωθεί αν δεν ενεργοποιούνταν οι νέοι.
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας