Και όπως λέμε εμείς στην ‘Ηπειρο, κύριοι της κυβέρνησης, άλλο διαθεσιμότητα και άλλο κινητικότητα (Άλλο ο σκάρος και άλλο ο σκάπος).
Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Πόσο δίκιο είχε ο Βρεττάκος! Όλα τα καλά της να αφαιρέσει κάποιος από την ελληνική γλώσσα, η μουσικότητα θα μείνει. Και να ήταν μόνο αυτό! Η πλαστικότητα και η δυναμικότητά της, δηλαδή η δυνατότητα να προσλαμβάνει, να αποβάλει και να μεταπλάθει νέα γλωσσικά στοιχεία.
Και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει… (Γ. Ρίτσος)
Κι αν έχεις μαθητεύσει δίπλα σε γίγαντες της γνώσης της τζουμερκιώτικης ντοπιολαλιάς, όπως ο Χρήστος Παπακίτσος, ασφαλώς και θα ενθουσιάζεσαι από την καθαρότητα και τη δυνατότητα του ηπειρώτικου ισόγλωσσου και μάλιστα του βόρειου ιδιώματος, που δεν γνωρίζουμε μεσημέρι, αλλά μισμέρ’ (τα μισμέρια πααίναμαν στ’ν γούρνα να μπλιατσιαρίσουμε) και δε πα να μας κοροϊδεύουν οι γλωσσικά άδειοι τενεκέδες. («Τα κενά δοχεία βροντάν περισσότερο από τα γεμάτα». Ένας πάφλας με λάδ’ δεν θα βροντήσ’. Άδειος θα αχάξ’ ο τόπος.)
Μα και πόσο εύστοχη και με νοηματική επάρκεια γλώσσα έχουμε!
«Αγγέλου μ’ κρέν’ η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει». Είχε απόλυτα δίκιο η λαϊκή μούσα που έβαλε το ρήμα κρένω αντί ομιλώ. Όσο κι αν μια πρωτευουσιάνα θέλησε κάποτε να χορέψει το δημοτικό: «Αγγελική σου ομιλεί η μητέρα σου». Γούρλωσαν τα μάτια οι λαϊκοί οργανοπαίχτες. Κόντεψαν να πάθουν εξόφθαλμη βρογχοκήλη.
Το κρένω είναι επί εντόνου ψυχικής διεγέρσεως ή ακόμη και ευρισκόμενος κάποιος/α σε ψυχολογικό τραλαλά. « Σ’ κρένω μωρέ ζαλουταραμένο. Δεν ακούς;»
Έτσι ακριβώς έγινε κάποτε εκεί στο Γαλάτσι προτού αστικοποιηθούμε παντελώς, μικρά παιδιά εγώ και ο Γιώργος -κατσίκια αληθινά- ανεβαίναμε τις κολόνες της ΔΕΗ. Η μάνα του Γιώργου -γνήσια Ηπειρώτισσα- προσπαθώντας και αυτή να ενταχθεί γλωσσικά στο τρόπον τινα αστικοποιημένο Γαλάτσι, αφού μας «ομίλησε ικετευτικά», κάνα δυο φορές, «παιδιά σας παρακαλώ κατεβείτε κάτω από την κολόνα» και επειδή εμείς σιουρίζαμε κλέφτικα, εξεμάνη και εξετράπη γλωσσικώς. «Κατεβείτε κάτ’ μωρέ κρούνκα, σας κρένω τόσην ώρα και σεις δε νογάτι ντιπ. Θα πετάξω κανένα στούμπο και θα σας βαρέσω στο ρζάφτ’.» Και πέταξε η θεια Ανθή, δεν μας χτύπησε στο ρζάφτ’, μόνο «χτύπησε» την περιέργεια της γειτόνισσας -«βέρα Αθηναία»- της κυρα Πανωραίας. «Κυρία Ανθή τι είναι αυτό το ρζάφτ;», ρώτησε με πονηρό μειδίαμα. Και η αφοπλιστική απάντηση της θείας. «Το ρζάφτ είναι το μέρος στο κεφάλ’ που είνι κατακρίκελα κάτ’ απ’ το γκτσούπ’.’ Κατάλαβες;»
(Η θείτσα η Ανθή με τη γνήσια, καθαρή και ατόφια ηπειρώτικη λαλιά της )
Κατάλαβε δεν κατάλαβε η κυρά Πανωραία για χρόνια ήταν ακατάδεχτη.
Μετά από χρόνια καταδέχτηκε και έστειλε προξενήτρες ένα σωρό, να συμπεθερέψει με τη θεία Ανθή. Γούρλωσε το μάτι της για το Γιώργο. Και έγινε το απίστευτο:
«Ανθή, μεγάλ’ οικογένεια. Μιλάμε για το μεγαλύτερο τζάκι στο Γαλάτσι.», ηταν τα λόγια της προξενήτρας. Και η απάντηση: «Ου, πάνε τώρα τα τζάκια. Βγήκαν ηλεκτρικές κουζίνες». Αυτά της είπε η θεια Ανθή, και η προξενήτρα ζαβριάκιασε κι έκοψε λάσπ’. Τη ρούμπωσε, γιατί μπορούσε. Της έδινε τη δυνατότητα αυτή η γλώσσα.
Είναι αλήθεια πως τη δυνατότητα αυτή δεν την εκμεταλλευτήκαμε. Δεν μάθαμε καλά τη γλώσσα, είτε ασχοληθήκαμε με τη φορμαλιστική χρήση της γλώσσας (βασικοί κανόνες γραμματικής και σύνταξης), αλλά, το χειρότερο, έχουμε έλλειψη «ζωντανού αισθήματος της γλώσσας», της ικανότητας να χρησιμοποιούμε δημιουργικά τις δυνατότητες και τις επιλογές που μας προσφέρει η παράδοση της ελληνικής γλώσσας. Άλλα λέμε, άλλα εννοούμε και άλλα καταλαβαίνουμε. Και μένουν με το παράπονο, αλλά με την παρηγόρια τα «γλωσσικά μας ινδάλματα», οι «γλωσσικές μας αξίες».
Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν την γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά.
Κώστας Μόντης
Μίλησε με λόγια σοφά ο Σεφέρης για το γλωσσικό μας πρόβλημα. Μίλησαν κι άλλοι για την αθρόα εισβολή και άκριτη αποδοχή ξένων λέξεων που «τραυματίζουν και παραμορφώνουν το φωνητικό και κλιτικό σύστημα της γλώσσας, αφού δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να ενταχθούν οργανικά σ’ αυτή». Τα Ταξιά, οι σιντιέρες κλπ. «… όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» (Δοκιμές Α, 321-2). Αυτά γράφει ο Σεφέρης το 1946.
Το τραγικότερο όλων είναι ότι και η γλώσσα μπαίνει στον Προκρούστη της πολιτικής εξυπηρέτησης. Και κόβουμε από εδώ, ράβουμε από εκεί και στο τέλος βγάζουμε ένα ξενοραμμένο τσαντελωβράκι με πολλαπλά μπαλώματα. Ένα γλωσσικό εξάμβλωμα, αρκεί να υπηρετεί την πολιτική μας.
Παραδείγματα πολλά. Άλλο ο αεράτος πολιτικός που κάθε πρωί κάθεται στο χαζοκούτ’ και τσαμπουνάει, τσαμπουνάει και σταματημό δεν έχει, και άλλο το αερικό, δηλαδή το κακό πνεύμα του αέρα-οι νεράιδες ήταν τα αερικά- που στροβίλιζαν την άνεμο, δημιουργούσαν ανεμοστρόβιλο και άρπαζαν τον άνθρωπο που, για να γλιτώσει έπρεπε να πέσει καταγής και να γατζωθεί από κορμό δέντρου ή «ριζιμιό» λιθάρι, και αν είχε να χώσει στο έδαφος μαυρομάνικο μαχαίρι.
Και τα μαχαίρια τα χώσαμε και τα παραχώσαμε και ριζιμιό λιθάρι δεν βρίσκουν πουθενά τα παιδιά μας και φεύγουν στα ξένα και κορμό δέντρο δεν βρήκαμε να ακουμπήσουμε, να οραματιστούμε, να απελευθερωθούμε.
Αεράτος και αερικό έχουν την ίδια ρίζα, δεν ταυτίζονται όμως νοηματικά… Για να μη μιλήσουμε και για αερισμό, αέρια κλπ.
Είναι άλλο να μιλάμε για απόλυση και άλλο για κινητικότητα.
Κινητικότητα είναι Κυριάκειος εφεύρεση.
Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους (το έγραψε, το έγραψε ο Θουκυδίδης) αλλάζουν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Έτσι, η απόλυση ονομάστηκε κινητικότητα, το ξεκλήρισμα οικογενειών βαφτίστηκε μεταρρύθμιση, την ανεργία την είπαν αναδιάρθρωση των παραγωγικών δυνάμεων, το χαράτσι, βοήθημα αλληλεγγύης, η αύξηση στη ΔΕΗ, τέλος για την πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα. Μας δίνει τη δυνατότητα η πλούσια ελληνική γλώσσα, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, δικό μας άλλωστε είναι και το πεπόνι και το καρπούζι κι όπως θέλουμε το κόβουμε. Και πάει λέγοντας…
Κι από πάνω, να οι τεμπέληδες, να οι επίορκοι, να οι παρανόμως διορισθέντες από την αφεντιά τους, να το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο, να η κομματική πελατεία, να η «επανακίνηση» της οικονομίας και το άκαμπτο ηθικό φρόνημα.
Να η κατακρεούργηση της γλώσσας μας στο βωμό της υλοποίησης των πολιτικών μας επιδιώξεων. Και δόστου έννοιες με φορτισμένη νοηματική και συναισθηματική ενάργεια, όπως χρεοκοπία, απλήρωτες συντάξεις, χωρίς πετρέλαιο κλπ, κλπ. , για να ενισχύουμε τον φόβο και να «κάνουμε τη δουλίτσα μας καλά».
Είχαμε: «μνημόνιο ή χρεοκοπία». Πίσω απ’ αυτό τα μέτρα για μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Είχαμε: «μεσοπρόθεσμο ή τανκς». Πίσω απ’ αυτό τα χαράτσια, η φορολεηλασία.
Είχαμε: το σίριαλ της «έκτης, έβδομης… δόσης» υπό τον… εμπνευσμένο τίτλο: «Ευρώ ή καταστροφή».
Είχαμε: «PSI ή θάνατος»!
Είχαμε….
Έχουμε..
Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι
κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει………
Μας δίνει τη δυνατότητα η πλούσια, ζωντανή και παιχνιδιάρα ελληνική γλώσσα.
Με δυο λόγια «…όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει». (Γ. Σεφέρης)
Πού να ξαδειάσει κάποιος να προσπαθήσει να ψυχοθεραπευτεί… Μας ψυχοθεραπεύουν ούτοι καταλλήλως…
Καλό είναι να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά. Πρώτα όμως πρέπει να ακονίσουμε την κρίση μας για να καταλαβαίνουμε τα Κυριάκεια γλωσσικά κατασκευάσματα.
Για παράδειγμα και ο σκάρος το θεόπνευστο αυτό ηπειρώτικο μουσικό δημιούργημα, που ακούγοντάς το βρίσκεσαι σε μιαν ηχητική πανδαισία, ηρεμείς, θαραπαύεται το αυτάκι σου, είναι άλλο απ’ ό,τι είναι ο σκάπος που παρέχει υπαρξιακή πανδαισία, έναγκαλισμό με τ’ άστρα, θεία αισθησιακή ηρεμία… Μας το στέρησαν… Ποιοι; Οι εφευρέτες της κινητικότητας, της μεταρρύθμισης και της απορρύθμισης… Πού όρεξη για τέτοια πράγματα…
Παρεμβάλλεται ο Στουρνάρας…
Και κατόπιν όλων αυτών κλίνουμε το ρήμα εγώ πίπτω, εσύ πίπτεις, αυτός πίπτει… Κόλλησε η βελόνα στο γ΄ πρόσωπο!!!
Δε βοηθάει σ’ αυτό η γλώσσα…