Επιτροπή Πρέβεζα, Ιστορία-Πολιτισμός-Περιβάλλον
Στοιχεία και μαρτυρίες για τη Νικόπολη στη γραμματεία της βυζαντινής εποχής
Α΄ Μέρος
Η Ηπειρωτική Νικόπολη, η πόλη της νίκης, κτίστηκε σε μια άκρως στρατηγική, ευνοϊκή και κατάλληλη θέση, στην ανατολική , εσωτερική, πλευρά της χερσονήσου η οποία χωρίζει τον Αμβρακικό κόλπο από το Ιόνιο πέλαγος, 6χλμ. βόρεια της πόλης της Πρέβεζας και απέναντι από το Άκτιο. Αφορμή για την ίδρυσή της, το 31 π.Χ., στάθηκε η νίκη του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα Οκταβιανού, μετέπειτα Αυγούστου, στην περίφημη ναυμαχία του Ακτίου κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας Ζ΄, βασίλισσας της Αιγύπτου. Ουσιαστικά όμως, η ίδρυσή της αποσκοπούσε στον έλεγχο της δυτικής Ελλάδος από τους κατακτητές, στην εδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στην οικονομική και κοινωνική της τόνωση. Γρήγορα, η Νικόπολη απέκτησε έναν σημαντικό πληθυσμό, καθώς συνοικίστηκαν σε αυτή, υποχρεωτικά, κάτοικοι από τις σχεδόν ερειπωμένες και εγκαταλειμμένες πόλεις της Ηπείρου. Επιπλέον, εγκαταστάθηκαν και Ρωμαίοι άποικοι: παλαίμαχοι στρατιώτες, ακτήμονες, καθώς και οπαδοί του Οκταβιανού από την Ιταλία. Παράλληλα, αυξήθηκε η επικράτειά της με την υπαγωγή όμορων πόλεων και οικισμών στη διοίκησή της. Χαρακτηριστικό της σημασίας της είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αύγουστος την κόσμησε με μεγαλοπρεπή κτήρια, από τα λάφυρα της ναυμαχίας και τις δωρεές του Ηρώδη Α΄ βασιλιά της Ιουδαίας, ότι μετέφερε τα σημαντικότερα έργα τέχνης και λατρευτικά αντικείμενα από τις πόλεις των οποίων οι κάτοικοι είχαν συνοικιστεί εκεί, ενώ της παραχώρησε και σημαντικά προνόμια, όπως και φορολογικές ατέλειες. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες μετέτρεψαν τάχιστα τη Νικόπολη σε ένα σπουδαίο και κραταιό αστικό κέντρο, εμπορικό σταθμό, συγκοινωνιακό κόμβο, τόπο διακίνησης ιδεών, μια πόλη πρότυπο που ήλεγχε τη δυτική Ελλάδα και πέτυχε τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της ευρύτερης περιοχής αλλά πάνω από όλα μια πόλη με χαρακτήρα καθαρά ελληνικό.
Ωστόσο, παρά τη σημασία της και τον κομβικό της ρόλο, οι μαρτυρίες των πηγών είναι περιορισμένες, αν και αναλογικά περισσότερες σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες Ηπειρωτικές θέσεις.
Πιο συγκεκριμένα, στον 4ο μ.Χ. αι., οι αναφορές στις πηγές πληθαίνουν, καθώς πλέον εντοπίζονται χωρία και σε εκκλησιαστικά ή θεολογικά κείμενα. Πρώτος λοιπόν ο Ευστάθιος, στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του, συμπεριλαμβάνει την παράδοση για την ανεύρεση μιας έκδοσης της Αγίας Γραφής, στα εβραίικα, στη Νικόπολη του Ακτίου. Αλλά και ο Επιφάνιος ο Κύπριος, στο «Περί μέτρων και σταθμών», υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Μαμαία, βρέθηκε η έκτη εβραϊκή έκδοση της Αγίας Γραφής, κρυμμένη μέσα σε πίθους στη Νικόπολη του Ακτίου. Την ίδια παράδοση διασώζει και ο Αθανάσιος ο θεολόγος, στη «Σύνοψη επίτομη της θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης», ο οποίος αναφέρεται πιο διεξοδικά στις εκδόσεις της Αγίας Γραφής και προσθέτει ότι η έκτη βρέθηκε σε πίθους στη Νικόπολη του Ακτίου, την περίοδο του Αλεξάνδρου γιου του Μαμαία. Η συγκεκριμένη έκδοση είχε τοποθετηθεί εκεί από κάποιον από τους γνωστούς του Ωριγένη. Στην ίδια συλλογή, περιλαμβάνεται και η 13η επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο, την οποία απέστειλε από τη Νικόπολη, όπου και διέμεινε για το χειμώνα, χωρίς όμως να διευκρινίζεται σε ποια Νικόπολη. Ο 4ος μ. Χ. αι. ολοκληρώνεται με την πληροφορία του Σωκράτη σχολαστικού, στην «Εκκλησιαστική ιστορία του», ότι ο βάρβαρος στρατηγός Αλάριχος, αφού αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε κλείσει συμμαχία με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, κατευθύνθηκε προς τις δυτικές επαρχίες, πραγματοποιώντας λεηλασίες και καταστροφές στις ιλλυρικές περιοχές. Φτάνοντας στις εκβολές του Πηνειού ποταμού, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους Θεσσαλούς, ενώ από εκεί και μέσω της Πίνδου έφτασε στη Νικόπολη της Ηπείρου και τελικά κατόρθωσε να καταλάβει και τη Ρώμη.
Στον τελευταίο αιώνα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, τον 5ο, και στο έργο του φιλολόγου Πρόκλου «Πλάτωνος υπόμνημα» εμπεριέχεται μια ιστορία, ανάμεσα σε άλλες παρόμοιες, για κάποιον Ευρύνο από τη Νικόπολη. Αυτός, αφού πέθανε και τάφηκε με όλες τις τιμές έξω από τη πόλη, αναβίωσε 15 μέρες μετά την ταφή του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι είδε και άκουσε πολλά κάτω από τη γη αλλά τον είχαν προστάξει να μην τα αποκαλύψει. Ο Ευρύνος λοιπόν έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάστασή του και υπήρξε πολύ πιο δίκαιος. Στον ίδιο αιώνα και κατά το έτος 431 πραγματοποιήθηκε η Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου. Σε αυτή και όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της, έλαβε μέρος και ο επίσκοπος Νικοπόλεως Δυνατός, ο οποίος αναφέρεται άλλοτε ως επίσκοπος Νικοπόλεως Ηπείρου και συνηθέστερα ως επίσκοπος Νικοπόλεως Παλαιάς Ηπείρου. Η δραστηριότητά του μπορεί να χαρακτηριστεί ως έντονη κατά τη διάρκεια της Συνόδου. Έτσι, εκτός από τον κατάλογο των συμμετεχόντων όπου αναφέρεται, υπογράφει και κατακυρώνει τις διάφορες αποφάσεις, ενώ συχνά διατυπώνει και τις απόψεις του για τα θεολογικά ζητήματα. Αλλά και στην επόμενη Οικουμενική Σύνοδο, που διεξήχθη επίσης τον ίδιο αιώνα, αυτή της Χαλκηδόνας το έτος 451, έλαβε μέρος ο επίσκοπος Νικοπόλεως Αττικός, ο οποίος αναφέρεται και πάλι ως επίσκοπος Νικοπόλεως Ηπείρου ή ως επίσκοπος Νικοπόλεως Παλαιάς Ηπείρου. Παρόλο μάλιστα που αναχώρησε από τη Χαλκηδόνα πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών, εξαιτίας της ξαφνικής σοβαρής ασθένειάς του, ωστόσο η συμμετοχή του υπήρξε ακόμη πιο δραστήρια, σε σχέση με τον επίσκοπο Δυνατό, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις διεργασίες και εκφράζοντας τις απόψεις του.
Μετά τον 5ο μ.Χ. αι. ακολουθεί η κατεξοχήν βυζαντινή περίοδος. Στον πρώτο της αιώνα, τον 6ο, στον οποίο κυριαρχεί η κραταιή προσωπικότητα του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, η Νικόπολη γνωρίζει μια νέα περίοδο ακμής ως χριστιανικό κέντρο πλέον. Έτσι, οι συγγραφείς εξακολουθούν να την περιλαμβάνουν στα έργα τους. Ο Ησύχιος Ιλλούστριος από τη Μίλητο, στην αποσπασματικά σωζόμενη «Εκκλησιαστική ιστορία» του, διατυπώνει την άποψη περί της ετυμολογίας της λέξεως Ινδικτιών ότι προέρχεται από το Ινακτιών, που σημαίνει τη νίκη στο Άκτιο. Ο συγκεκριμένος όρος επινοήθηκε από το ακρωτήριο του Ακτίου, όπου ο Οκταβιανός Καίσαρας νίκησε τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα και σε ανάμνηση της νίκης του έκτισε και τη Νικόπολη. Επιπλέον απόδειξη για την ετυμολογία της λέξεως αποτελεί και το γεγονός ότι μια ινδικτιώνα ξεκινά από το 1 φτάνει έως το 15, σταματά και αρχίζει από το 1, καθώς ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκταβιανός υπήρξαν συνάρχοντες έως τον 15ο χρόνο, ενώ έκτοτε κυριάρχησε ο Οκταβιανός. Μια διαφορετική πληροφορία είναι αυτή στο έργο του Ιωάννη Λυδού «Περί εξουσιών», ο οποίος υποστηρίζει ότι ο βασιλιάς Ηρώδης δεν απείλησε ποτέ, χάρη στον Καίσαρα, ούτε τη Νικόπολη ούτε τον κόλπο του Ακτίου. Συνεχίζοντας με το φιλόλογο Σιμπλίκιο στην «Εξήγηση εις το Επικτήτου εγχειρίδιον» έργο του αναφέρει ότι ο Επίκτητος, κατά τη διάρκεια της τυραννίας του Δομετιανού, κατέφυγε στη Νικόπολη. Στα «Εθνικά» του Στεφάνου, περιλαμβάνεται και το όνομα Νικόπολη, το οποίο αντιστοιχεί στην πόλη της Ηπείρου, στην αντίστοιχη της Βιθυνίας και σε μια τρίτη της Αρμενίας, ενώ ο πολίτης της ονομάζεται Νικοπολίτης. Αντίστοιχα, το όνομα Ωρωπός χαρακτηρίζει πέντε πόλεις, μια εκ των οποίων βρίσκεται στη Θεσπρωτία και οδηγεί στη Νικόπολη. Ο αιώνας του Ιουστινιανού ολοκληρώνεται με το έργο του ιστορικού Προκοπίου. Από το «Υπέρ των πολέμων» σύγγραμμά του πληροφορούμαστε τη λεηλασία και ερήμωση της Νικόπολης, όπως και άλλων περιοχών, από τις γοτθικές ορδές. Για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων επιδρομών και την προστασία της πόλης, ο αυτοκράτορας φρόντισε να ανανεώσει τα τείχη της, σύμφωνα με το «Περί κτισμάτων» έργο του.
Ο επόμενος 7ος αι. σηματοδοτεί για την αυτοκρατορία τη συνέχιση της ταραγμένης περιόδου, ενώ για τη Νικόπολη το πέρασμα στη φάση παρακμής. Έτσι, δεν εντοπίζεται καμία αναφορά στη φιλολογική παραγωγή της εποχής. Η παραπάνω εικόνα εξακολουθεί και στον 8ο μ.Χ. αι. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η «Εκλογή χρονογραφίας» του Γεωργίου Συγκέλλου, ο οποίος, διηγούμενος με συντομία τη ναυμαχία του Ακτίου, αναφέρει ως αποτελέσματα της νίκης του Οκταβιανού την ίδρυση της Νικόπολης και την καθιέρωση των Ακτίων, των αγώνων δηλαδή προς τιμήν του Ακτίου Απόλλωνα. Στον 9ο μ.Χ. αι., με τον οποίο ολοκληρώνεται η πρωτοβυζαντινή εποχή, το όνομα Νικόπολη, χωρίς επιπλέον λεπτομέρειες, χρησιμοποιείται ως παράδειγμα κλίσεως αντιστοίχων ουσιαστικών στα έργα: του Γεωργίου Χοιροβοσκού «Προλεγόμενα των Θεοδοσίου ονοματικών κανόνων» και του γραμματικού Σωφρονίου «Σωφρονίου πατριάρχου Αλεξανδρείας προς τον αββάν Ιωάννην επίσκοπον Ταμιάθεως σχόλια σύντομα εκ των του Χάρακος προς εισαγομένους εις τους ονοματικούς και ρηματικούς κανόνας, α ηνίκα εμόναζε φιλεμπόνως εξέθετο».
Με την έναρξη της μεσοβυζαντινής περιόδου, πληθαίνουν και πάλι οι αναφορές στη Νικόπολη. Ο 10ος αι. εκπροσωπείται κυρίως από ιστορικά έργα. Πρώτος λοιπόν ο Ψευδό – Συμεών, στη «Χρονογραφία» του, ετυμολογεί το όνομα Νικόπολη ως προερχόμενο από την ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού Αυγούστου κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, η οποία οδήγησε στην υποταγή της αιγυπτιακής δύναμης. Χωρίς να τοποθετείται γεωγραφικά, είναι ξεκάθαρο ότι ο ιστορικός αναφέρεται στην Ηπειρωτική Νικόπολη. Στη συνέχεια, οι μετά Θεοφάνη ομάδα των ιστορικών στη «Χρονογραφία» τους, αφού επαναλαμβάνουν αυτούσιο το προηγούμενο χωρίο του Ψευδό – Συμεών, διηγούνται και την καταστροφή της Νικοπόλεως, το έτος 930, από Βούλγαρους συνωμότες. Αυτοί, επιδιώκοντας να αποφύγουν το θυμό και την τιμωρία του τσάρου Πέτρου, πραγματοποίησαν επιδρομή στις ρωμαϊκές επαρχίες και διαμέσου της Μακεδονίας και του Στρυμόνα έφτασαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Ανάμεσα στις άλλες περιοχές, κατέλαβαν και ερήμωσαν και τη Νικόπολη. Στο «Περί πρεσβειών» του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, εμπεριέχεται η πληροφορία για την κατάληψη της Νικόπολης από τον Καρχηδόνιο Βάνδαλο Γιζέριχο, την περίοδο διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας από τον Ζήνωνα. Ο δραστήριος και ικανός στις διπλωματικές του πρωτοβουλίες Αυτοκράτορας αποφάσισε να αποστείλει στην Καρχηδόνα ως πρεσβευτή τον Σευήρο, έναν άνδρα δίκαιο και συνετό, με σκοπό να διαπραγματευθεί τους όρους μιας συμφωνίας που θα έθετε τέρμα στις επιδρομές. Και ενώ ο Σευήρος είχε ξεκινήσει, ο Γιζέριχος, μόλις πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξή του, απέπλευσε και φτάνοντας στη Νικόπολη την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Ο Ψευδο – Κωδινός, στα «Πάτρια Κωνταντινουπόλεως», αφηγείται ένα ταξίδι του Καίσαρα από τη Νικόπολη προς το Δυρράχιο, το οποίο μαρτυρείται επίσης από τον Αππιανό, το Δίωνα Κάσσιο και όλους τους ιστορικούς της ρωμαϊκής εποχής, όπως υποστηρίζει ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή. Τότε ο Καίσαρας, ο οποίος αποκαλύφθηκε, καθώς ήταν μεταμφιεσμένος για να μην γίνεται αντιληπτός, είπε στον κυβερνήτη να μην φοβάται επειδή μετέφερε τον Καίσαρα και την τύχη του.
Στο περίφημο «Περί θεμάτων» έργο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου αφιερώνεται μια ολόκληρη παράγραφος στο θέμα Νικοπόλεως. Πιο συγκεκριμένα, το περιγραφόμενο θέμα περιλαμβάνει την επικράτεια της επαρχίας Παλαιάς Ηπείρου, στην οποία υπήρχαν 12 πόλεις και μητρόπολη ήταν η Νικόπολη. Η Νικόπολη ονομάστηκε σε ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού Καίσαρα κατά του Μάρκου Αντωνίου στο ακρωτήριο του Ακτίου. Από το ίδιο γεγονός και από το ακρωτήριο του Ακτίου κλήθηκαν και οι ινδικτιώνες, σχετικά με τις οποίες επαναλαμβάνεται το χωρίο του Ησύχιου Ιλούστριου. Μάλιστα, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι το αντλεί και από το συγκεκριμένο έργο. Μητρόπολις του θέματος Νικοπόλεως είναι πλέον η Δωδώνη, όπου βρίσκεται η ιερή δρυς που γνώριζε τη βούληση των θεών.
Ο 10ος αιώνας, ο οποίος αποτελεί και τον τελευταίο αιώνα ύπαρξης της Νικόπολης, ολοκληρώνεται με το περίφημο «Λεξικό της Σούδας». Στο λήμμα Επίκτητος και ανάμεσα στα άλλα στοιχεία για το βίο του, μνημονεύεται ότι καταγόταν από την Ιεράπολη της Φρυγίας. Ήταν φιλόσοφος, δούλος του Επαφρόδιτου, ένας από τους σωματοφύλακες του Νέρωνα, ενώ κατέφυγε και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Στο λήμμα Νικόπολις, διευκρινίζεται ότι ο πολίτης της καλείται Νικοπολίτης. Επιπλέον, ότι υπάρχουν τρεις πόλεις με το όνομα Νικόπολη: αυτή της Ηπείρου και οι αντίστοιχες της Βιθυνίας και της Αρμενίας. Τέλος, ο Πάμφιλος, ο επονομαζόμενος και Φιλοπράγματος, αναφέρεται ως Αμφιπολίτης ή Σικυώνιος ή Νικοπολίτης φιλόσοφος.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος