Παλαιότερα, πριν από τη δεκαετία του ’60, θεωρείται ότι η σχολική ετοιμότητα συνδεόταν με τη βιολογική-ηλικιακή ωριμότητα. Σήμερα, θεωρείται ότι ο βιολογικός παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση και στην απόκτηση της Σχολικής Ετοιμότητας, χωρίς να είναι όμως ο κυρίαρχος παράγοντας. Έτσι λοιπόν το παιδί πρέπει να έχει αναπτύξει ετοιμότητα για να μπορεί να ακολουθήσει τη μετέπειτα μαθησιακή του πορεία. Ωστόσο, είναι εμφανές ότι όταν τα παιδιά τελειώνουν το νηπιαγωγείο, οι γονείς αναρωτιούνται αν είναι έτοιμα να ενταχθούν στην Α’ Δημοτικού τάξη. Δεν έχει σημασία η ηλικία που βρίσκεται το παιδί ώστε να συνεχίσει την «κανονική» πορεία φοίτησης, καθώς συμβαίνει πολλές φορές να χαρακτηρίζεται από ανωριμότητα και να μην είναι δυνατή η μετάβαση του από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό. Το επίπεδο ανάπτυξής του είναι πιθανό να επηρεάσει αποφασιστικά ολόκληρη την εκπαιδευτική πορεία του παιδιού και την επιτυχία του στη ζωή. Παιδιά που εγγράφονται στην Α’ τάξη του Δημοτικού σχολείου και δεν έχουν αναπτύξει σχολική ετοιμότητα, είναι πιθανό να αποτύχουν στο σχολείο.
Η παρατήρηση του εκπαιδευτικού (προσχολικής εκπαίδευσης) και τα Τεστ Ετοιμότητας θα δώσουν λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τις συγκεκριμένες διδακτικές ανάγκες των παιδιών κατά τη διάρκεια της περιόδου της ετοιμότητας. Με τα σημερινά δεδομένα, υποστηρίζεται ότι όλα τα άτομα αντιλαμβάνονται και ότι πιθανότατα οι δυσκολίες στη μάθηση δεν οφείλονται μόνο σε αντιληπτικές δυσκολίες αλλά και σε προβλήματα μνήμης.
Δηλαδή, ενώ όλα τα παιδιά αντιλαμβάνονται ό,τι βλέπουν ή ακούν, ορισμένα λόγω ειδικών μνημονικών προβλημάτων ξεχνούν αμέσως ό,τι οπτικά ή ακουστικά ή κιναισθητικά έχουν αντιληφθεί και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη μάθηση.
Γι’ αυτόν τον λόγο, έχουν κατασκευαστεί κάποια κριτήρια που περιλαμβάνουν τυπικά και άτυπα τεστ, ερωτηματολόγια, λίστες ελέγχου βασικών δεξιοτήτων κ.ά. με σκοπό την αξιολόγηση των ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων του παιδιού, οι οποίες συνδέονται με τη Σχολική Ετοιμότητα.
Για να μπορέσει το παιδί να ανταποκριθεί στις βασικές απαιτήσεις του σχολείου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαθέτει σε πλήρη βαθμό τις γνωστικές λειτουργίες της γλώσσας, της αντίληψης, της σκέψης, της μνήμης όπως και της κινητικής δεξιότητας – ψυχοκινητικότητας ώστε να διευρύνονται οι γνώσεις του και να υλοποιούνται οι εργασίες σωστά.
Ο χώρος του δημοτικού σχολείου με τις αυξημένες υποχρεώσεις, την καλλιέργεια της ατομικότητας και την ανάληψη της υπευθυνότητας από το κάθε παιδί για τις πράξεις του συμβάλλει σημαντικά στο να εγκαταλείψει ο μικρός μαθητής τον εγωκεντρισμό της νηπιακής ηλικίας και να ενστερνιστεί σταδιακά έναν άλλο τρόπο σκέψης και δράσης όπου όλοι είναι ίσοι απέναντι στο σχολείο και τον δάσκαλο και έχουν τη δυνατότητα της επιτυχίας αλλά και τη μερίδα της αποτυχίας με τρόπο δίκαιο και σύμφωνο προς την ατομική τους προσπάθεια. Μπροστά στο παιδί τώρα «προβάλλει ένα κοινό σχολικό πρόγραμμα, το οποίο θα αποτελέσει και κοινό μέτρο σύγκρισης με τους άλλους».
Οι επιτυχίες ή αντίστοιχα οι αποτυχίες που συνοδεύουν το κάθε παιδί μέσα και έξω από την τάξη απαιτούν από αυτό να επιδείξει μία σειρά από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές δεξιότητες. Από την ταχύτητα και την ευκολία που το παιδί θα κινηθεί για να καλλιεργήσει τις δεξιότητες αυτές θα εξαρτηθεί η πιθανότητα του να αποφύγει τις αναπτυξιακές κρίσεις της προσωπικότητάς του που συνοδεύονται από αισθήματα ανεπάρκειας, τις δυσκολίες σχολικής προσαρμογής, που συνήθως εκφράζονται στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου με τη σχολική φοβία και την άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο και τη γενικότερη προβληματική συμπεριφορά που αν δεν λυθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά θα συνοδεύσει το παιδί καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής ζωής του.
Η αξιολόγηση της ετοιμότητας των παιδιών προτείνεται ως ένα αποδοτικό σύστημα κριτηρίων για την ορθότερη ένταξη των παιδιών στην πρώτη τάξη.
Έχει φτάσει πλέον ο καιρός που απαιτεί η επιλογή των μαθητών να γίνεται με ιδιαίτερη φροντίδα και να βασίζεται όχι μόνο στο κριτήριο της χρονολογικής ηλικίας αλλά σε ένα σύστημα κριτηρίων και ενεργειών, που θα εξασφαλίζει την ορθότερη εισαγωγή των παιδιών στο σχολείο αλλά και θα προβλέπει την εξειδικευμένη φροντίδα για τις περιπτώσεις των παιδιών που δεν μπορούν να εισαχθούν άμεσα.
Επιμέλεια άρθρου:
Λίνα Σίσκα-Εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής
M.Sc. Σχολική Ψυχολογία
M.Sc. Αναπτυξιακή & Εφηβική Υγεία
Επιστημονική Υπεύθυνη Κ.Ε.Π.Ε.Ψ.Υ
Πηγές:
Κανακάρη, Μ. (2015). Πρώιμη ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών και σχολική ετοιμότητα.
Κατσαντώνη, Σ. Β. (2016). Οι ψυχοπαιδαγωγικές προϋποθέσεις μετάβασης του νηπίου στο δημοτικό σχολείο.