Τα πρώτα πλάνα της «Θυσίας» του Μπάμπη Τσόκα σηματοδοτούν το ευοίωνο αποτέλεσμα ως μείζονα παρακαταθήκη στην έβδομη τέχνη. Μέγιστη αρετή του Τσόκα η αληθοφάνεια στην αναπαράσταση, κατά τα σημειολογικά πρότυπα του Μπαχτίν, μεταφερμένα στον κινηματογράφο από την λογοτεχνική τους δεξαμενή, η φυσική αποτύπωση ιστορικών στιγμιότυπων, η απόδοση μιας ανεπιτήδευτης έκφρασης όλων των μετεχόντων ως άρρηκτα συνυφασμένο περιβάλλον, κατάστικτο από τα ρεαλιστικά του ομόλογα. Στον Τσόκα, η ιστορία ασθμαίνει γιατί συλλαμβάνεται εκ νέου την ώρα σύλληψής της, αποτυπώνεται στον καμβά του φυσικού περιβάλλοντος που στέκει σιωπηλός μάρτυρας του χρόνου που κυλά φορτωμένος από τις αναμνήσεις μιας γενέθλιας κοιτίδας που κρατά μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, εκείνης του μεταιχμίου. Ο Τσόκας ξέρει να συνενώνει τα διεστώτα της παρελθούσης στιγμής με το μυθιστορηματικό-λογοτεχνικό επέκεινά της.
Το γοητευτικό, όπως φαίνεται από τα πρώτα πλάνα, είναι ότι δύσκολα ξεδιαλύνει κανείς το που ακριβώς τελειώνει ο Τάσσης και το που ξεκινά ο Τσόκας, που έχει το μοναδικό χάρισμα να μετασχηματίζει τον κινηματογράφο σε μια λογοτεχνική οπτική ώσμωση των ποικίλων ιδεών και αρχετυπικών αξιών του συγγραφέα. Έχω ήδη επισημάνει, όπως και άλλοι κριτικοί, ότι ο Τάσσης συγγραφικά ήρθε για να μείνει. Από την άλλη, το κινηματογραφικό σύμπαν του Τσόκα δεν έχει πλήρως αποτιμηθεί στην συνθετότητά του. Αν σκεφτεί κανείς ότι το στοιχείο που εμπνέει γόνιμα όλες τις λογοτεχνικές-κινηματογραφικές περσόνες της ταινίας, όπως και τους δύο δημιουργούς, είναι η Πρέβεζα, τότε θα καταλάβουμε ότι η ιδιαίτερη αυτή πόλη ανακλά τον χρόνο που φεύγει συνάμα με την επιθυμία των ανθρώπων να είναι αιώνιοι συνοδοιπόροι της. Ο Τάσσης συμπορεύεται με την Πρέβεζα και την ανασυνθέτει λογοτεχνικά, ο Τσόκας την αναδομεί τόσο αριστοτεχνικά κινηματογραφικά, έπεται η συνέχεια….
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός κινηματογράφου.