Ποιήματα του Μάριου Πρέντζα, Μαθητή Γ Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Πρέβεζας
ΔΩΔΕΚΑ
Δώδεκα χτυπά,
δώδεκα το ρολόι.
Δώδεκα ώρες περιμένεις
τη μούσα να φανεί.
Κοιτάς το παράθυρο,
ύστερα τους δείκτες…τακ τακ τακ.
Νιώθεις κάθε δευτερόλεπτο
βαρύ και ασήκωτο.
Που είναι η μούσα ποιητή;
Που είναι η έμπνευση σου;
Αρπάζεις την πένα και γράφεις,
με ό,τι σου έχει απομείνει:
“Με κούρασες, ε όχι πια!
Με έστησες και πάλι
είπες πως θα πηγαίναμε
μαζί στο ακρογιάλι.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα
και ήρθε η αυγούλα,
άνοιξαν τα παράθυρα
Και μπήκε η δροσούλα.
Άντε μωρή με έσκασες,
τι θες απ’ τη ζωή μου;
Έμπνευση ζήτησα εγώ,
εσύ θες την ψυχή μου.
Ε ως εδώ, βαρέθηκα,
Δεν θέλω άλλες μούσες.
Φταις θα πω, ξεκάθαρα,
και συ, ας μην αργούσες.
Πίκρα, πυρκαγιά, μαχαίρα
Μάνα μου γλυκιά μου μάνα,
συ που βγήκες απ’ τη γάνα,
πάτησες βαριά το πόδι
κι έσπασες με μιας το ρόδι.
Πίκρα, πυρκαγιά, μαχαίρα,
ώσπου είπαμε “αέρα”,
γύρω μύρισε μπαρούτι,
σώθηκε η γη ετούτη.
Σπάσαν μάνα τα δεσμά σου,
τρέξε τώρα στα παιδιά σου,
σ’ έχουνε ανάγκη τόσο
να γλυτώσουν απ’ τη νόσο.
Όμορφη λαμπρή μεγάλη,
με αμέτρητα τα κάλλη,
δώσε φως με μιαν αχτίδα,
να την κάνουμε ελπίδα.