Είχαν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε που ’ρθε σε τούτο το νησί.
Φαντάρος ήρθε και μέχρι να πάρει το χαρτί στα χέρια του ούτε που ήξερε καλά-καλά
που έπεφτε τούτη η μεριά της Ελλάδας. Μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά του και
αποχαιρέτησε μάνα και πατέρα, τις δυο αδερφάδες και τους γειτόνους του. Ήξερε
πως θ’ αργούσε να τους ξαναδεί. Βλέπεις, τότε υπηρετούσανε με τα χρόνια κι όχιμε
τους μήνες. Αποχαιρέτησε και τον τόπο του, τον άγονο και τον παιδευτικό, με την
σιωπηρή υπόσχεση ότι μόλις απολυόταν θα γύρναγε για να παλέψει κι αυτός με τη
σειρά του, όπως ο πατέρας του κι οι παππούδες του, με τα λιγοστά που είχανε γιανα
καταφέρει να τ’ αυγατίσει και να στήσει τη δικιά του οικογένεια.
Διαβάστε το υπόλοιπο διήγημα
ΕΔΩ